Κίνδυνος για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία από την εκτεταμένη χρήση
του ορυκτού στις πόλεις και τα χωριά της δυτικής Μακεδονίας
Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι ειδικοί για τις
επιπτώσεις στην υγεία και στο περιβάλλον ενός φαινομένου που το τελευταίο
διάστημα, λόγω της οικονομικής κρίσης έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις στη δυτική
Μακεδονία. Στα χωριά της Κοζάνης και της Φλώρινας οι κάτοικοι επιλέγουν τον λιγνίτη
για τις εστίες τις ξυλόσομπες και τους λέβητές τους καθώς κοστίζει
τα μισά χρήματα απ' ότι τα καυσόξυλα και
έχει μεγαλύτερη θερμογόνο δύναμη (20,20 μεγατζάουλ έναντι 14,40). Ωστόσο, ο
λιγνίτης όχι μόνο δεν ενδείκνυται για οικιακή χρήση καθώς θεωρείται ιδιαίτερα
ρυπογόνος αλλά, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, δεν συνιστά «επιτρεπόμενο
καύσιμο».
«Τουλάχιστον το...
80% των χωριών που γειτνιάζουν με
λιγνιτωρυχεία -150.000 άνθρωποι- καίνε λιγνίτη στα τζάκια, στις σόμπες και
στους λέβητές τους», τονίζει ο Παντελής Σολάκης, προϊστάμενος Δημοσίων Έργων
στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και συμπληρώνει: «Η Περιφέρεια έχει
απαγορεύσει την καύση με ειδική διάταξη, όμως οι κάτοικοι συνεχίζουν να καίνε
λιγνίτη, ειδικά στις παρυφές της πόλης».
Η ατμόσφαιρα της δυτικής Μακεδονίας λόγω της συνεχούς
λειτουργίας των εργοστασίων της ΔΕΗ, είναι εξαιρετικά επιβαρυμένη, με τα αιωρούμενα
σωματίδια να ξεπερνούν τα επιτρεπόμενα όρια πολλές φορές τον χρόνο.
«Πρόκειται για ένα μη ελεγχόμενο καύσιμο, το οποίο
όταν καίγεται σε εστία ανοιχτού τύπου, όπως είναι το τζάκι, δεν μπορούμε να
ξέρουμε ούτε τι υγρασία έχει ούτε ποια ποσότητα ρύπων εκπέμπει», διευκρινίζει ο
Δημήτρης Αλβανός, προϊστάμενος της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος στην Περιφέρεια
Δυτικής Μακεδονίας ο οποίος ωστόσο παραδέχεται ότι είναι πολύ δύσκολο να
γίνει αποτελεσματικός έλεγχος «Στα ορεινά χωριά της Φλώρινας και της Κοζάνης
κυρίως σ' εκείνα που έχουν δίπλα τους λιγνιτωρυχείο, όπως στην Αχλάδα, το Ξινό
Νερό ή τη Μελίτη, όπου οι
θερμοκρασίες τον χειμώνα φτάνουν ακόμη και τους 30 βαθμούς κελσίου, η
ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική και υπάρχει μια μυρωδιά διάχυτη στον αέρα», αναφέρει
ο Μιχάλης Πετράκος, μηχανολόγος εκπρόσωπος των Οικολόγων Πράσινων και
κάτοικος Πρεσπών.
Η ατάσταση σήμερα επιδεινώνεται εξαιτίας της αληλομετάθεσης
ευθυνών μεταξύ του υπουργείου Περιβάλλοντος και της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας
αλλά και λόγω της ασαφούς νομοθεσίας που αφορά τα επιτρεπόμενα κιλοΤζάουλ για οικιακή χρήση. Αποτέλεσμα είναι να Βίσταται αδύνατη η λήψη πρόσθετων μέτρων
από κάποιον φορέα και το πρόβλημα να διαιωνίζεται. «θεωρείται αυτονόητο να απαγορεύεται η
καύση λιγνίτη για θέρμανση, από τη στιγμή μάλιστα που είναι τόσο βλαβερός για
την υγεία και το περιβάλλον. Ειδική ρύθμιση για κάτι που απαγορεύεται δεν
ενδείκνυται», δηλώνουν αξιωματούχοι του υπουργείου Περιβάλλοντος παραπέμποντας
στο σχετικό ΦΕΚ 2654 του 2011, και παράλληλα ξεκαθαρίζουν ότι υπεύθυνη για το
θέμα είναι η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας που πρέπει να επιληφθείτου θέματος
σε τοπικό επίπεδο. «Παρουσιάσαμε
το πρόβλημα σε πρόσφατη σύσκεψη του ΥΠΕΚΑ και δεν το γνώριζαν», απαντά ο Δ.
Αλβανός. «Ως Δημόσιο, το υπουργείο οφείλει να κάνει πιο σαφή τον νόμο,
διευκρινίζοντας ότι ο λιγνίτης είναι απαγορευτικός», λέει χαρακτηριστικά.
Η σύγχυση αυτή αποτυπώνεται και στον τρόπο που γίνεται η διακίνηση του
προϊόντος. Σύμφωνα με πληροφορίες στην περιοχή λειτουργούν μάντρες που
προμηθεύουν ιδιώτες σε πολύ χαμηλές τιμές, αλλά και ένα συγκεκριμένο
εργοστάσιο που διοχετεύει υλικό τόσο σε κατοίκους όσο και σε εργοστάσια της
ΔΕΗ.
«Η ευρείας κλίμακας χρήση λιγνίτη ή οποιουδήποτε
άλλου ορυκτού καυσίμου σε αστικές περιοχές θα επιβαρύνει την ποιότητα του αέρα
πολύ περισσότερο», εξηγεί ο Κυριάκος Πανόπουλος, χημικός μηχανικός
ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης και στο
Ινστιτούτο Χημικών Διεργασιών και Ενεργειακών Πόρων (ΕΚΕΤΑ- ΙΔΕΠ), και συμπληρώνει:
«Όλα τα στερεά καύσιμα πρέπει να καίγονται σε κατάλληλα σχεδιασμένα συστήματα
και να έχουν ελεγχθεί προηγουμένως σε κατάλληλα διαπιστευμένα με ISO 17025 εργαστήρια. Ειδικά
τα ορυκτά καύσιμα (λιγνίτης, γαιάνθρακας), εκτός των άλλων, μπορεί να
περιέχουν στην τέφρα τους πολύ βλαβερά βαρέα μέταλλα, τα οποία δεν πρέπει να
εκπέμπονται μέσω των καυσαερίων. Η κατακράτησή τους είναι εφικτή μόνο σε μεγάλα συστήματα, ενώ η χρήση τους
σε τζάκια πρέπει να αποφεύγεται».
«Την καύση λιγνίτη για θέρμανση δεν την είχε προβλέψει κανείς σε επίπεδο
πολιτείας. Θα έπρεπε να απαγορευτεί για λόγους υγείας, αλλά δεν υπάρχει
εναλλακτική λύση για αυτούς τους ανθρώπους. Αν το 1,4 δισ. ευρώ που ζητεί η
ΔΕΗ για μια νέα λιγνιτική μονάδα το έδινε για δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας για
τα μισά μόνο από τα νοικοκυριά της δυτικής Μακεδονίας η ενεργειακή φτώχεια σ'
αυτές τις περιοχές θα εξαλειφόταν εντελώς», τονίζει ο Τάκης Γρηγορίου, υπεύθυνος της
εκστρατείας της Greenpeace για τις κλιματικές αλλαγές και την ενέργεια.
ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΑΝΑ
ΕΙΔΟΣ
ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ: Μια μέση οικογένεια χρειάζεται 1.300-1.500λίτρα
πετρελαίου για όλο τον χειμώνα. Με περίπου 1,3 ευρώ/λίτρο θα δαπανήσει 1.500-2.000 ευρώ τον χρόνο. ΓΙΕΛΕΤ:
Με τιμή που κυμαίνεται από 270 έως 320 ευρώ ο τόνος, μια μέση οικογένεια χρειάζεται
2 τόνους πέλετ για καύση σε καυστήρα και
περίπου 4 τόνους για τη σόμπα, οπότε συνολικά το
κόστος της θέρμανσης με πέλετ κυμαίνεται από 600 έως 1.200 ευρώ, ανάλογα με τη συσκευή καύσης.
ΚΑΥΣΟΞΥΛΑ: Από 70 έως 100 ευρώ ο τόνος, ανάλογα με
το είδος του ξύλου και την προέλευση. Τα εισαγόμενα από τη Βουλγαρία είναι τα
φθηνότερα, ενώ κάποια πολύ καλά ελληνικά ξύλα ενδεχομένως να φτάσουν και τα 200 ευρώ ο τόνος. Μια μέση οικογένεια χρειάζεται περίπου 7 τόνους για όλη τη χειμερινή σεζόν, αλλά αυτό αλλάζει πολύ ανάλογα με την
κλιματική ζώνη, τις ώρες χρήσεις και το είδος της συσκευής. Επομένως, κατά
μέσο όρο θα δαπανήσει για ξύλα γύρω στα 700-1.000 ευρώ.
ΛΙΓΝΙΤΗΣ: Η τιμή του λιγνίτη δεν ξεπερνά τα 30 ευρώ ο τόνος. Στη δυτική
Μακεδονία, σύμφωνα με την Περιφέρεια, η ΔΕΗ και πολλοί ιδιώτες προμηθεύονται
κάρβουνο από ιδιωτικές εταιρείες. Παρόλο που δεν θεωρείται ενδεδειγμένο καύσιμο,
στην αγορά το διαφημίζουν ως «επαναστατικό προϊόν, που έρχεται να
αντικαταστήσει το ξύλο και τα στερεά καύσιμα ως η οικονομικότερη λύση στην
καρδλαι του χειμώνα.
ΟΙ
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Στο περιβάλλον
«Ως αποτέλεσμα της καύσης λιγνίτη, μια σημαντική
ποσότητα στοιχείων και βαρέων μετάλλων μεταφέρε- ται, μέσω διαφόρων οδών, στο
περιβάλλον, σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις ή σε ζωικούς οργανισμούς, καταλή-
γοντας στον ανθρώπινο οργανισμό», σημειώνει ο Μιχά- λης Προδρόμου, συνεργάτης
του WWF Ελλάς σε θέματα ενέργειας και κλιματικής αλλαγής.
Β Πάνω από συγκεκριμένα όρια συγκεντρώσεων, τα
στοιχεία αυτά θεωρούνται τοξικά και επικίνδυνα, επηρεάζοντας το νευρικό, το
αναπνευστικό, το πεπτικό και το ανοσοποιητικό σύστημα, a Κίνδυνοι
ελλοχεύουν στα ιχνοστοιχεία τα οποία δεν κατακρατούνται από τα φίλτρα και
διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα. Το κυριότε- ρο εξ αυτών είναι ο υδράργυρος. Εάν
απελευθερωθεί στην ατμόσφαιρα, καταλήγει σε λίμνες και ποτάμια, από όπου
εισέρχεται στην τροφική αλυσίδα.
«Το λεκανοπέδιο
της Εορδαί- ας, που περιλαμβάνει τη λεκάνη που εκτείνεται από το Αμύνταιο έως
την Κοζάνη, είναι η πιο ρυπογόνος περιοχή στην Ευρώπη λόγω της σω- ματιδιακής
ρύπανσης που προκαλεί η καύση λιγνίτη στα εργοστάσια», τονίζει ο πνευμονολόγος
Αγάπιος Γ αβρι- ηλίδης, γραμματέας του Ιατρικού Συλλόγου Κοζάνης,
προσθέτοντας: «Στον άνθρωπο προκαλεί προβλήματα στο κατώτερο και το ανώτερο
αναπνευστικό σύστημα: χρόνια βρογχίτιδα, αποφρακτική πνευμονοπάθεια, βρογ-
χικό άσθμα». «Στη Φλώρινα έχουμε πάρα πολλά καρδιο- αναπνευσηκά προβλήματα,
αλλά και καρκίνους», δηλώνει στην «R» ο Παντελής Σο-
λάκης, προϊστάμενος Δημοσίων Εργων στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας.
πηγή: Real News
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου